Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

                                                                 ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ
                                                             ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ.........               

Προσθήκη λεζάντας

                                            ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΡΑΦΕΣ ΑΡΚΑΔΙΚΟΥ ΦΩΤΟΣ
                                                                ΦΩΤΟ ΜΕ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
                                               ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΟ ΦΙΛΟ ΤΑΣΟ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟ......

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012


ΤΙ ΓΕΥΣΗ ΕΧΕΙ Η ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΑ;

«Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν τσιγγάνος. Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν ήρθαν να πάρουν τους εβραίους δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν εβραίος. Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα Δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει.» Μπερτολτ Μπρεχτ .
Η “κοινωνική δράση” της Χρυσής Αυγής προβάλεται όλο και περισσότερο, δήθεν για να ενημερωθούν οι πολίτες. Τελευταίο παράδειγμα, τα συσσίτια στον Άγιο Παντελεήμονα. Φυσικά, ήταν μόνο για Έλληνες (sic), οπότε δικαιολογείται και η αντίδραση του Ηλία Παναγιώταρου, βουλευτή της Χρυσής Αυγής, υπόδειγμα ήθους κατά τ’ άλλα. 
Ο μισάνθρωπος ναζιστής, όταν μια ηλικιωμένη άλλης εθνικότητας πλησιάζει, την διώχνει (επειδή δεν είναι Ελληνίδα ντε!) και μάλιστα την προτρέπει ειρωνικά να πάει στον Τσίπρα και στην Παπαρήγα να της δώσουν χαβιάρι και αστακό. Μάλιστα η κακομοίρα η γιαγιά, απομακρύνεται ζητώντας “συγγνώμη”. Το τέρας του ναζισμού κάνει διακρίσεις ακόμη και ανάμεσα στους πεινασμένους. Με χυδαίο τρόπο κοροιδεύει την κατάστασή τους, επειδή δεν ανήκουν σ’ αυτούς που θέλει να υποτάξει, αλλά σ’ αυτούς που θέλει να πατήσει κάτω από την μπότα του.

Σ’ ένα σύνθημα σε τοίχο είχα διαβάσει, πως η μεγαλύτερη βία είναι η ανεργία. Το παραλλάσω, ως η μεγαλύτερη βία είναι η πείνα. Μια εικόνα σαν την παρακάτω έχει την ίδια επίδραση ως οποιαδήποτε άλλο περιστατικό ρατσιστικής βίας.

Δεν είναι τυχαία αυτού του είδους προβολή της Χρυσής Αυγής από τα μεγάλα κανάλια, ασχέτως αν δήθεν δεν εγκρίνουν τις αντιδράσεις των μελών της οι δημοσιογράφοι τους. Είναι μια αντίστροφη διαφήμιση που απευθύνεται σε μια θλιβερή μειοψηφία -που ωστόσο τους έβαλε στην Βουλή- και σε μια άρρωστη ακόμη μη μετρήσιμη προς το παρόν. Πρακτικές προπαγάνδας και θολώματος των νερών που δίδαξε το είδωλό τους, ο Χίτλερ.

Από την άλλη τα ΜΜΕ σιωπούν επιδεικτικά για κινήσεις αλληλεγγύης σε γειτονιές και ομάδων πολιτών, που διοργανώνουν ανταλλακτικά παζάρια, άτυπα συσσίτια και κοινωνικές κουζίνες. Ίσως ο τρόπος που τα διοργανώνουν οι άνθρωποι αυτοί, που κινητοποιούνται από πραγματική ανθρωπιά και όχι από καπήλευση του πόνου και της ανάγκης, να μην έχει την απαραίτητη ξεφτίλα στην αισθητική του για να κάνει τηλεθέαση.

Το φαγητό, μια από τις ιερές ανάγκες του ανθρώπου, μετατρέπεται σε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ένα τραπέζι είχε πάντα την κοινωνική διάσταση, δηλ. το τσούγκρισμα των ποτηριών, την σύσφιξη των σχέσεων, την μοιρασιά του ψωμιού. Τώρα έγινε απλά τροφή, ψάξιμο στα σκουπίδια και για κάποιους κατ’ εφημισμόν ανθρώπους, προιόν άξιο να το κατέχουν οι “φυλετικά καθαροί”.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012


Τοις ποίων ρήμασι πειθόμενοι μωρέ;


Της Λιάνας Κανέλλη Βουλευτή  ΚΚΕ
Δεν σε αναγνωρίζω ρε φίλε. Δεν σε αναγνωρίζω ρε άνθρωπε Ελληνα του διαβόητου 21ου αιώνα. Ούτε συμπολίτη θέλω να σε πω, ποτέ σύντροφος άλλωστε δεν ήσουν, εκείνο δε το συνάνθρωπε, εκείνο το ρε πατριώτη, κάπου κάπου σου κόλλαγε και δεν μετάνιωνα την καλημέρα που αντάλλασσα μαζί σου. Ησουνα περήφανος για την προσφυγική καταγωγή σου. Κι ο διπλανός μας ακόμη περισσότερο, εκείνος που ανδρώθηκε στις γερμανικές αλυσίδες παραγωγής αλλά έμεινε λεύτερος, έλεγε, στο πνεύμα. Αμ εκείνη την άλλη τη φιλενάδα μας, την κοσμοπολίτισσα, που της άρεσε η έθνικ μουσική κι έκλαιγε με τα παιδάκια στα φανάρια και για τη δυστυχισμένη καντηλανάφτισσα, τη Ρουμάνα χήρα που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, όχι μόνο δεν την αναγνωρίζω, αλλά δεν θέλω να την ξέρω.
Σας κοιτάω και βλέπω φάτσες τραβηγμένες απ΄ το μίσος. Μια φανατίλα, καλά κρυμμένη πίσω απ΄ το μικροαστισμό σας, έχει ποτίσει ακόμα και τις ρυτίδες των βλεφάρων σας. Το μάτι σας γέμισε απ΄ εκείνους τους κόκκους σκιάς που σπάνε το φως της καλοσύνης, και το δείχνουν όπως είναι, μάτι θεριού πεινασμένου και ματαιόδοξου, μάτι απαίδευτο στο κάλλος. Μόλις δείτε ή ακούσετε πως κάποιος άθλιος ψωροκασίδης, ντυμένος στα μαύρα Ελληναράς, χτύπησε, έσφαξε, έλιωσε έναν όποιον αλλοεθνή, αλλόθρησκο, αλλόδοξο, αλλόχρωμο, μετανάστη, που όμως να μην είναι ματσωμένος τουρίστας που αφήνει γερό πουρμπουάρ, λάμπετε. Γυαλίζει εκείνο το φοβισμένο σκατόψυχο, που έλεγε κι η γιαγιά μου, εγώ σας. Θεριεύει σα μουσολίνικο λοφίο φτιαγμένο από χιτλερικό μουστάκι και στολίζει το καθαρό σας κούτελο σαν κέρατο βερνικωμένο. Θυμώνετε με κάθε ψίθυρο ότι το θύμα ήταν άνθρωπος και δη απόκληρος και δυστυχισμένος, ξωπεταμένος από θεούς κι ανθρώπους, κι είχε κι αυτός κάπου μια μάνα ή ένα παιδί που τον κλαίνε. Στ΄ αρχ... σας, μολογάτε. Να μην ερχότανε. Να μην περιέφερε το σκούρο δέρμα του, ο λιγδιάρης, ο διαφορετικός, ο οπωσδήποτε γι' αυτό το λόγο κλέφτης, φονιάς, απατεώνας.
Σας ξεσκάτισε τη μάνα. Σας μάζεψε τον κήπο. Εφτυνε το γυαλισμένο αυτοκίνητο να μην σας το ματιάσουνε έτσι που το είχε γλείψει κι άστραφτε το χρήμα σας. Κράτησε τα χωράφια και την επιδότησή σας ζωντανά. Χρόνια τώρα, πάνω από δυο δεκαετίες. Εκανε πόρτα στο μαγαζί. Επλυνε γονατιστός και σκάλες και βρωμιές. Σας έβαψε το σπίτι. Κάθε μπουκιά λαδιού και κάθε κόκκος φράουλας έχει μια σταγόνα απ΄ τον ιδρώτα του. Τον ιδρώτα του μετανάστη. Το ακαθάριστο εθνικό σας προϊόν έχει ένα μεγάλο ποσοστό τοις εκατό απ΄ το αίμα του. Εσείς οι Νεοέλληνες, οι φωναχτεροί. Οχι όλοι. Οι μπουρδελοκάφτες, τα πρωταθλητάκια του πισώπλατου μαχαιρώματος, οι κουραδόμαγκες του μόχθου του άλλου, τα φασισταριά της διπλανής πόρτας, εσείς δεν ήσασταν που γινόσασταν έξαλλοι όταν σας έλεγαν τον πατέρα τουρκόσπορο και τη μάνα παστρικιά;
Εχει και αλήτες και φονιάδες ανάμεσό τους, λέτε. Σίγουρα έχει. Οπως έχει κι ανάμεσό μας. Παιδεραστές, λαμόγια, βιαστές, φονιάδες. Ράτσα καθαρή από έγκλημα πού θα την βρείτε ωρέ ρατσιστές, φυλή ανώτερη της τάξης των τιμολογημένων ηλιθίων από επιλογή; Εσείς που δεν μπορείτε να καταλάβετε μήτε γράμμα απ΄ την προτροπή του ποιητή: «Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις...νά τη πετιέται από 'ξαρχής. Αντριεύει και θεριεύει. Και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου...». Καβαλάτε μια μηχανή, με μαύρο μπλουζί φτιαγμένο από παιδιά δούλους στο Μπαγκλαντές, ένα λοστάρι, μια κάμα μαχαιριού δουλεμένη από μετανάστες πάλι, κάπου στην κεντρική Ευρώπη των δανειστών και κυνηγάτε ως δράκους κάτι αφύλαχτα αδύναμα ανθρωπάκια του θεού χωρίς στον ήλιο μοίρα. Κι ύστερα πάτε στη μάνα ή την γκόμενα να σας πλύνει τη ρατσιστική αδρεναλίνη απ΄ τα σώβρακα που βρέχονται γιατί δεν βρήκατε αντίσταση κι ήταν εύκολο το φονικό... Σιγά ρε πατριδοκάπηλοι και πατριδοκλέφτες. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, λέει ο εθνικός Σολωμός, που δεν ήξερε και καλά τα ελληνικά, είναι η ελευθερία. Οχι από τα σπαρμένα πτώματα Ιρακινών, Πακιστανών, Πολωνών, Αλβανών, των εξαθλιωμένων θυμάτων των καπιταλιστών χορηγών σας... Μάσκες Ελλήνων γεμίσαμε κι η χώρα αιματηρός καρνάβαλος κατάντησε. Τοις ποίων ρήμασι πειθόμενοι μωρέ;
* Ω! ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012


Νίκος Δήμου - Η δυστυχία του να είσαι Έλλην

Υπάρχουν Έλληνες που προβληματίζονται με τους εαυτούς των και Έλληνες που δεν προβληματίζονται. Οι σκέψεις αυτές αφορούν περισσότερο τους δεύτερους. Είναι όμως αφιερωμένες στους πρώτους.
Ορίζουμε σαν ευτυχία την (συνήθως προσωρινή) κατάσταση, όπου η πραγματικότητα συμπίπτει με τις επιθυμίες μας
Σε αναλογία, δυστυχία πρέπει να είναι η μη σύμπτωση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια, δυστυχία μπορούμε να ονομάσουμε την απόσταση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Όσο μεγαλύτερη η απόσταση, τόσο πιο δυστυχισμένοι είμαστε.
Αξίωμα: Ένας Έλληνας κάνει ότι μπορεί για να μεγαλώσει το άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Ο Έλληνας ζει κυκλοθυμικά σε μόνιμη έξαρση ή ύφεση. Μία συνέπεια: απόλυτη αδυναμία αυτοκριτικής και αυτογνωσίας.
Το Έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθές». Εμείς χρόνια τώρα, προσπαθούμε να πεισθούμε για το ανάποδο.
Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέπτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξανδρο είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε τουλάχιστον τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη.
Κι όμως στην πραγματικότητα είναι ο Καραγκιόζης, που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξανδρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, την μόνιμη πείνα και την μία τέχνη: της ηθοποιίας.
Πόσοι είναι οι Έλληνες, εκτός από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, που έχουν δει το πρόσωπό τους στον καθρέφτη;
Για τούτο ο Έλληνας δεν συγχώρησε ποτέ όσους «μισέλληνες» ζωγράφισαν το πορτραίτο του (Καημένε Αμπού!).
Ο Έλληνας προσπαθεί σε κάθε τομέα, να είναι εκτός πραγματικότητας. Και μετά είναι δυστυχής, διότι είναι εκτός πραγματικότητας (και μετά είναι ευτυχής... διότι είναι δυστυχής).
Βασικά ο Έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δύο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από αυτά που μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα τετραπλάσια από αυτά που πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νοιώθει.
Η υπερβολή δεν είναι μόνο εθνικό ελάττωμα. Είναι τρόπος ζωής των Ελλήνων. Είναι η συνισταμένη του εθνικού τους χαρακτήρα. Είναι η βασική αιτία της δυστυχίας τους αλλά και η μεγάλη τους δόξα. Γιατί στο αυτοσυναίσθημα, η υπερβολή λέγεται λεβεντιά.
Ο Νεοέλληνας μοιάζει ευτυχισμένος όταν είναι δυστυχισμένος. Όταν όλα πάνε καλά, αισθάνεται ανήσυχος και απροσάρμοστος. Αν δεν έχει αίτια δυστυχίας, θα ψάξει να βρει.
Η ευτυχία της δυστυχίας του Νεοέλληνα εκφράζεται τέλεια στην «ελληνική γκρίνια
Απομεινάρι της σκλαβιάς; Γνώρισμα των ταλαιπωρημένων λαών; Πάντως το καλύτερο που θα ακούσετε, είναι ένας βαθύς αναστεναγμός με νόημα και η φράση; «έ! ας τα λέμε καλά...».
Σε κανένα λαό η φράση Τι κάνεις; δεν οδηγεί σε πλήρη ανάλυση του ιατρικού ιστορικού, της οικογενειακής κατάστασης, των οικονομικών δυσχερειών και των σεξουαλικών προβλημάτων του (τυπικά) ερωτηθέντος.
Ο ελληνικός «νόμος του Parkinson": Δύο Έλληνες κάνουν σε δύο ώρες (λόγω διαφωνίας) ό,τι ένας Έλληνας κάνει σε μία ώρα.
Βαθιά μέσ' την ψυχή του Έλληνα συζούν ο Χατζηαβάτης και ο Μεγαλέξανδρος. Η υπερβολή της κακομοιριάς και της λεβεντιάς. Η περηφάνια της ύβρης και η ύβρη της γκρίνιας. Μόνιμες και αρχαίες αιτίες δυστυχίας και δημιουργίας.
Στο θέμα της κληρονομιάς τους, θα χώριζα τους Έλληνες σε τρεις κατηγορίες-τους συνειδητούς, τους ημι-συνειδητούς και τους μη-συνειδητούς.
Οι πρώτοι (λίγοι) ξέρουν. Έχουν νοιώσει το τρομερό βάρος της κληρονομιάς. Έχουν καταλάβει το απάνθρωπο επίπεδο τελειότητας του λόγου ή της μορφής των παλιότερων. Και τούτο τους συντρίβει.
Οι δεύτεροι (και οι περισσότεροι) δεν ξέρουν άμεσα. Έχουν όμως «ακουστά». Είναι σαν τους γιους του διάσημου φιλόσοφου, που δεν μπορούν να καταλάβουν τα έργα του, βλέπουν όμως πως όσοι ξέρουν, τα τιμούν και τα βραβεύουν. Τους ενοχλεί αλλά και τους κολακεύει η φήμη. Επαίρονται πάντα όταν μιλούν σε τρίτους.
Η τρίτη κατηγορία-οι μη συνειδητοί- είναι οι παρθένοι και αγνοί (γράφε ασπούδαχτοι: Μακρυγιάννης, Θεόφιλος, Λαός). Έχουν ακούσει για τους παλιούς σε μύθους και θρύλους, που τους έχουν αφομοιώσει σαν λαϊκά παραμύθια. Αυτοί οι αγνοί δημιούργησαν την λαϊκή παράδοση και τέχνη.
Ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των ημιμαθών με το μόνιμο κρυφό πλέγμα κατωτερότητας απέναντι στους αρχαίους, καθορίζει τη στάση και το ύφος του συνόλου.
Η σχέση μας με τους αρχαίους είναι μία πηγή του εθνικού πλέγματος κατωτερότητας. Η άλλη είναι η σύγκριση στο χώρο και όχι στο χρόνο. Με τους σύγχρονους «ανεπτυγμένους». Με την «Ευρώπη».
Όταν ένας Έλληνας μιλάει για την Ευρώπη, αποκλείει αυτόματα την Ελλάδα. Όταν ένας ξένος μιλάει για την Ευρώπη, δεν διανοούμαστε ότι μπορεί να μη περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Γεγονός είναι πως-ό,τι και αν λέμε-δεν νιώθουμε Ευρωπαίοι. Νιώθουμε απ' έξω. Και το χειρότερο είναι, που τόσο μας νοιάζει και μας καίει, όταν μας το λένε...
Φθονούνε τους άλλους λαούς, ενώ διατυμπανίζουμε την ανωτερότητά μας. Ξενομανείς, ξενόφοβοι και ξενόδουλοι κι όχι μόνο (τουριστικά) φιλόξενοι.
Στις ρίζες της ελληνικής δυστυχίας είναι τα δύο εθνικά πλέγματα κατωτερότητας. Το ένα στο χρόνο με τους προγόνους. Το άλλο στο χώρο με τους Ευρωπαίους. Αδικαιολόγητα ίσως πλέγματα αλλά όχι για τούτο, λιγότερο πραγματικά.
Είμαστε διαφορετικοί. Κι όμως προσπαθούμε με απόγνωση να ενταχθούμε κάπου. Γιατί άραγε αισθανόμαστε την μοναδικότητά μας σαν ελάττωμα; Γιατί ντρεπόμαστε γι' αυτή; Άραγε επειδή δεν είμαστε αρκετά μεγάλοι ή δυνατοί, ώστε να κάνουμε την αδυναμία μας παντιέρα; Η μήπως επειδή δεν είμαστε αρκετά σίγουροι για τον εαυτό μας;
Αυτή η έλλειψη σιγουριάς, και όχι το μέγεθός της, μας έκανε πάντα να αναζητάμε προστάτες. Και άλλοι λαοί είναι μικροί, αλλά δεν κρέμονται από τους μεγάλους...
Ποτέ δεν θελήσαμε να αποσαφηνίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε την ιδιομορφία μας. Πάντα προσπαθούμε να ανήκουμε κάπου και όχι να είμαστε εμείς. Προσπαθήσαμε να ξαναγίνουμε αρχαίοι. Πασχίσαμε να αποδείξουμε την καθαρότητα της ράτσας μας, πολεμώντας φανατικά τον Falmereyer, αλλά ποτέ δεν ερευνήσαμε ψύχραιμα τα πραγματικά συστατικά της. Μισήσαμε και καταστρέψαμε την γλώσσα μας, γιατί δεν ήταν εντελώς ίδια με την γλώσσα των αρχαίων προγόνων μας. Μισήσαμε τον εαυτό μας, γιατί δεν ήταν ψηλός, ξανθός με ελληνική μύτη σαν τον Ερμή του Πραξιτέλη. Μισήσαμε τους γείτονές μας γιατί τους μοιάζουμε.
Τελικά ποίοι είμαστε; Οι ευρωπαίοι της ανατολής ή οι ανατολίτες της Ευρώπης; Οι αναπτυγμένοι του Νότου ή οι υποανάπτυκτοι του Βορρά; Οι κατ' ευθείαν απόγονοι των Αχαιών ή η πανσπερμία της Βαβυλωνίας:
Είμαστε ένας λαός χωρίς πρόσωπο και χωρίς ταυτότητα. Όχι επειδή δεν έχουμε πρόσωπο, αλλά επειδή δεν τολμάμε να κοιταχτούμε στον καθρέπτη. Επειδή μας έκαναν να ντρεπόμαστε για το πραγματικό μας πρόσωπο. Τόσο που να φοβόμαστε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Έτσι μάθαμε να παίζουμε διάφορους ρόλους: τον αρχαίο, τον Ευρωπαίο ...
Δεν θέλει μόνο αρετή και τόλμη η ελευθερία. Θέλει κυρίως γνώση και κρίση.
Σύμπτωμα ουσιαστικό της ελληνικής ψυχής η μυθοπλασία. Πλάθουμε μύθους για τον εαυτό μας. Και μετά είμαστε δυστυχισμένοι, γιατί φαινόμαστε κατώτεροι από τους μύθους, που εμείς πλάσαμε. Ένας μύθος: Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό... Αναζητώ με προσοχή άλλο λαό, του οποίου ο τράχηλος να έχει υποφέρει τόσους ζυγούς, όσο ο δικός μας.
Μόνο που κι εδώ μας σώζει η μυθοπλασία μας. Μόλις για κάποιο λόγο, πέσουν οι τύραννοι ή φύγουν οι ξένοι, πεταγόμαστε επάνω σαν τον Καραγκιόζη με τον Όφη και λέμε: εμείς τους διώξαμε!
Άλλος μύθος: Οι Έλληνες σαν εκλεκτός λαός. Ο μύθος της καπατσοσύνης. Και ο αντι-μύθος του κουτόφραγκου. Κάποιος πρέπει να γράψει κάποτε το παράξενο ρομάντζο της ελληνικής ξενολατρίας και ξενοφοβίας.
Άλλος μύθος, η ξένη επέμβαση. Ποτέ οι νεοέλληνες δεν μπόρεσαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Πάντα έφταιγε κάποιος τρίτος: ο αγγλικός δάκτυλος, η Ιντέλλιντζενς Σέρβις, το ΝΑΤΟ, η ΣΙΑ...
Άλλωστε αυτός ο μύθος δουλεύει και στις προσωπικές μας ιστορίες: Ποίος υποψήφιος πιστεύει πως δίκαια απέτυχε στις εξετάσεις; Ποίος υπάλληλος αναγνωρίζει πως δίκαια πήρε προαγωγή ο συνάδελφός του: Οι άλλοι έχουν πάντα τα μέσα..
Όχι φυσικά πως δεν υπάρχουν τα μέσα ή οι ξένες επεμβάσεις. Ωστόσο η σημασία που παίρνουν αυτές οι παρεμβάσεις στην φαντασία του Ρωμιού, είναι πραγματικά μεταφυσική. Άλλο σύμπτωμα, η συνεχής απομυθοποίηση των άλλων και η μυθοποίηση του εαυτού μας. Η απόλυτη αδυναμία του νεοέλληνα να μιλήσει για οποιονδήποτε αξιόλογο συμπατριώτη του χωρίς να πει: ναι - αλλά...
Υπάρχει άραγε νεοέλληνας που να μην αμφισβητήθηκε ο ανδρισμός του; Και τώρα ας θυμηθούμε τις δύο συχνότερες νεοελληνικές βρισιές.
Άλλο σύμπτωμα έλλειψης σιγουριάς, η νεοελληνική καχυποψία. Πρώτη αντίδραση σε ό,τι πεις: Με...δουλεύεις;
Ο Έλληνας δεν αισθάνεται άνετα μέσα στον κόσμο. Σαν συγγενής από την επαρχία, κάθεται στην άκρη της καρέκλας και κρύβει την έλλειψη σιγουριάς κάτω από την σοβαροφάνειά του. Σπάνια γελά.
Ανάμεσα στον μύθο και τον φόβο, ζουν και δημιουργούν οι Έλληνες.
Οι άλλοι λαοί έχουν θεσμούς. Εμείς έχουμε αντικατοπτρισμούς.
Τα μόνα επικίνδυνα κατεστημένα στην Ελλάδα είναι η γεροντοκρατία, η γραφειοκρατία και η μητριαρχία. Η γραφειοκρατία είναι εκείνη η αρρώστια, της οποίας νομίζει ότι είναι η θεραπεία.
Ρωμαίικο management. Αντί για κίνητρα, η φάπα του Καραγκιόζη.
Το πρόσφατο ειδύλλιο του Έλληνα με την καταναλωτική κοινωνία-ένας μακρύς, οδυνηρός αρραβώνας, χωρίς γάμο.
Η Ελληνική Παιδεία είναι ένας μηχανισμός μαζικής βεβιασμένης τροφοδότησης γνώσεων, που τον κινούν αμόρφωτοι άμουσοι και υπαμοιβόμενοι εκπαιδευτικοί. Το πρόβλημα της Ελληνικής Παιδείας είναι πρόβλημα διδασκόντων. Μόνο προσωπικότητα μπορεί να διαμορφώσει προσωπικότητες. Θα Θυμάμαι πάντα τους καθηγητές που έτρεμαν όσους μαθητές είχαν μάθει να σκέπτονται.
Η αρχή στην οποία στηρίχθηκε η Ελληνική Παιδεία, ήταν κάτι χειρότερο από το μηδέν. Ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δύο αλληλογρονθοκοπούμενες έννοιες σε ένα επίθετο. Πόσο χαρακτηριστικό για την εσωτερική μας αντίφαση!
Άλλοι λαοί έχουν θρησκεία. Εμείς έχουμε παπάδες. Η μόνη επαφή της Ελληνικής εκκλησίας με το πνεύμα τα τελευταία εκατό χρόνια, ήσαν οι αφορισμοί του Ροΐδη, του Λασκαράτου και του Καζαντζάκη.
Τον αιώνα που πέρασε η Ελληνική εκκλησία υπηρέτησε, πιστά και αφοσιωμένα πολλούς κυρίους. Εκτός από τον Ένα.
Ζει στην ακριβότερη χώρα της Ευρώπης-σε σχέση με τις αμοιβές του έχει την χειρότερη κοινωνική ασφάλιση, τα περισσότερα τροχαία ατυχήματα, το φτωχότερο εκπαιδευτικό σύστημα και τις μικρότερες κυκλοφορίες βιβλίων.
Ο απότομα αστικοποιηθείς βλάχος είναι το πιο λυπηρό ζώο στην Ελλάδα. Η ζωή του έχει τελείως εκφυλιστεί. Έχασε όλο το παραδοσιακό πατριαρχικό μεγαλείο, χωρίς να αποκτήσει τίποτα στη θέση του. Ούτε είχε η ελληνική αστική τάξη σημαντική παράδοση να του την προσφέρει, αλλά και αν είχε, δεν ήταν δυνατό μερικές χιλιάδες αστοί, να αφομοιώσουν μερικά εκατομμύρια βλάχους σε μία γενιά.
Έτσι ο αστικοποιηθείς βλάχος ζει στο κενό. Δεν έχει γη δεν έχει γλώσσα (έρχομαι εξ Ομονοίας), δεν έχει θρησκεία. Δεν ξέρει πια πως να χαρεί, να κλάψει. Δεν ξέρει να ζήσει.
Αλλά ούτε και να πεθάνει. Το σημαντικότερο κριτήριο για την αυθεντικότητα μίας κοινωνίας είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον θάνατο. Στην Ελλάδα μόνο στα χωριά ξέρουν να αντικρίσουν τον Χάροντα.
Αν έπρεπε να διαλέξω το χαρακτηριστικότερο σύμβολο της νεοελληνικής φτήνιας και κακογουστιάς, θα διάλεγα τις γελοίες αμερικάνικες νεκροφόρες με τις μπαρόκ κρυστάλλινες απλίκες. Ποτέ πράγμα πιο σοβαρό δεν εξευτελίστηκε χειρότερα από το σύμβολό του.
Ενώ οι μισοί Έλληνες προσπαθούν να μεταμορφώσουν την Ελλάδα σε ξένη χώρα, οι άλλοι μισοί ξενιτεύονται. Είμαστε μία από τις λίγες χώρες που έχει περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες από κατοίκους.
Οι Έλληνες πάντα θα γυρεύουν την πατρίδα τους σε άλλες πατρίδες και τις άλλες πατρίδες στην δική τους.
Όπως ο άνθρωπος κουβαλά το προπατορικό αμάρτημα, ο Έλληνας κουβαλά το σόι του. Οι άλλοι λαοί έχουν συγγενείς. Ο Έλληνας έχει συνεταίρους στη ζωή (και στο θάνατο). Όταν ο Έλληνας δεν έχει σόι, έχει παρέα. Μοιάζει σε τούτο με το σόι: είναι το ίδιο μόνιμη, το ίδιο απαιτητική και το ίδιο βαρετή.
Η σεξουαλική ζωή του Έλληνα κινείται σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το φανταστικό. Η απόσταση μεταξύ τους είναι μεγάλη. Η σεξουαλική ζωή της Ελληνίδας κινείται κι αυτή σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το εμπορικό. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη.
Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει.
Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα πάθεις έμφραγμα.
Το θλιβερότερο θέαμα είναι δέκα Έλληνες διανοούμενοι σε ένα δωμάτιο. Ο καθένας θα προσπαθήσει να μεταβάλει τους άλλους σε ακροατήριο.
Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί (συνήθως μάταια) να κάνει τις ιδέες του πράξη. Ο Έλληνας διανοούμενος είναι αυτός που προσπαθεί να βρει ιδέες για να δικαιολογήσει τις πράξεις του.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

ΣΩΚΡΑΤΗΣ


Ας θυμηθούμε τον Σωκράτη τώρα! 

Λέμε ότι χάθηκε η ποιότητα των ανθρώπων. Κι αυτό γιατί βαλθήκαμε να φτιάξουμε έναν Παράδεισο που δεν διαφέρει από την Κόλαση. Τα θαυματουργά ελιξίρια του καταναλωτισμού δεν μας απελευθέρωσαν από τις ανάγκες. Μας δέσμευσαν σε νέες. Ενώ εμείς νιώθουμε την ανάγκη ενός μόνου πράγματος, όταν εισέλθουμε σ’ ένα υπερκατάστημα αισθανόμαστε την ανάγκη για δέκα και φεύγουμε με δώδεκα! Όσο κι οι μαθητές του Χριστού. Κάπου, όμως, ξεχνάμε τον Ιούδα, που έχει κρυφτεί μέσα μας, στην ψυχή μας, και γι’ αυτό ασύστολα προδίνουμε τον εαυτό μας, τον πλησίον μας, τον απέναντί μας. Από πολλές απόψεις θυμίζουμε Ταλλεϋράνδο, τον διαβόητο οβολόδουλο διπλωμάτη, για τον οποίο ο Βοναπάρτης είχε πει το ανεπανάληπτο: «Τον αγόρασαν όλοι, μα τους πούλησε όλους. Το μόνο που δεν πούλησε ήταν η μάνα του, κι αυτό γιατί ήταν... ορφανός»!
Ο Κάρολος Μαρξ (που κάποιοι προσποιούνται ότι πια δεν τον θυμούνται) είχε γράψει: «Η παραγωγή υπερβολικού αριθμού χρήσιμων πραγμάτων οδηγεί στη δημιουργία άχρηστων ανθρώπων». Σήμερα, οι τεχνικές δυνατότητες περιόρισαν τις φυσικές μας ικανότητες. Για παράδειγμα: το αυτοκίνητο κατάντησε τον άνθρωπο ακίνητο. Τον έκανε μηχανοκένταυρο. Η τεχνολογία αφήρεσε από τον άνθρωπο την ικανότητα να σκέπτεται και τον έκανε ικανό μόνο να λογαριάζει. Όπου εξαπλώνεται η κατανάλωση, εξατμίζεται η λογική και το συναίσθημα. Ακόμη και η φαντασία έγινε «φυτευτή». Έτσι, εμείς καταναλώνουμε κι άλλοι επωφελούνται. Σε κάθε πρόκληση της αγοράς απαντάμε με μια δική μας αγορά. Κι ενώ βλέπουμε το τυρί, δεν βλέπουμε τη φάκα. Μακαρίως αυτοεγκλειόμεθα στη χειρότερη φυλακή, τη φυλακή των αναγκών μας. Quo vadimus? Κατά κρημνών, αν δεν συνέλθουμε παντελώς. Ο πλανήτης είναι μια «φλεγμαίνουσα», όπως θα έλεγε ο Πλάτων, πολιτεία. Η παγκόσμια κοινωνία μοιάζει με ένα ερεθισμένο σπυρί, έτοιμο να σπάσει. Και τότε μια ανθρώπινη τρικυμία θα ξεσπάσει, που δεν θα είναι επανάσταση πολιτική, οικονομική, εθνική, θρησκευτική. Θα είναι επανάσταση κανιβαλική. Προτού, όμως, φτάσουμε ως εκεί, μπορούμε και πρέπει να κάνουμε κάποιες διορθωτικές κινήσεις. Η θεραπεία είναι γνωστή: να μην αγοράζουμε τίποτα, αν δεν το χρειαζόμαστε, και, κυρίως, όταν μπορούμε να το φτιάξουμε μόνοι μας. Κι αντί να έχουμε ως πρότυπα τους/τις «σταρς» του Χόλλυγουντ, να έχουμε τον Σωκράτη, που περπατώντας ανυπόδητος (τα υποδήματα τα κρατούσε στη μασχάλη) με έναν τριμμένο χιτώνα στην αγορά των Αθηνών και βλέποντας την αφθονία των αγαθών έλεγε το αμίμητο: «Πόσο πλούσιος είμαι που δεν τα έχω ανάγκη...»!
Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: «Πλούσιος ο ελαχίστοις αρκούμενος». Γι’ αυτό φρόντισε ο καταναλωτικός δεσποτισμός να σκοτώσει τον λόγο των αρχαίων. Διότι αν ίσχυε ο λόγος αυτός, δεν θα φθάναμε σήμερα στο παγκόσμιο γκαγκστερικό σύστημα, που μας κάνει να ξεχνάμε ότι η μεγάλη δόξα της Αμερικής είναι ο Ουίτμαν και όχι η Coca Cola, που σε κάνει να πηγαίνεις με όλα εκτός από τον εαυτό σου.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Η συντριβή του συστήματος και το τέλος του διεστραμμένου «εγώ».


Χειρότερο απ' το βλέμμα ενός δαρμένου σκύλου είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου σαν δαρμένου σκύλου. Το βλέμμα του φόβου που δεν τον φιλτράρει η λογική, που δεν τον αναιρεί καμιά ελπίδα. Δεν υπάρχει χειρότερος φόβος απ' τον αόριστο φόβο. Δεν ξέρεις τι πρέπει να φοβάσαι και καταλήγεις να φοβάσαι τα πάντα. Λίγο πριν απ' το τέλος, φοβάσαι τον φόβο σου και καταλήγεις να φοβάσαι τον εαυτό σου.

Γέμισαν οι δρόμοι τέτοια βλέμματα. Άνθρωποι που δεν ξέρουν τι πρέπει να φοβούνται, σαν τα σκυλιά που περιμένουν το χτύπημα. Πού πάμε; Τι θα μας συμβεί; Κανένας δεν μπορεί ν' απαντήσει αλλά και κανένας δεν θέλει. Τι κακό θα συμβεί; Θα χάσουμε τη δουλειά μας, το σπίτι; Θ' αναγκαστούμε να ζήσουμε με λιγότερα; Η τηλεόραση 52 ιντσών δεν θα προσφέρει καμιά απόλαυση; Θ' αναγκαστούμε να ψάχνουμε στα σκουπίδια;

Θα είμαστε υποχρεωμένοι να πίνουμε ρετσίνα με τον γείτονα που δεν γνωρίζουμε καν, όπως σ' εκείνες τις ταινίες με τον Ρίζο και τη Βλαχοπούλου; Υπάρχει περίπτωση να χτυπήσει η πόρτα και να είναι ο διπλανός που ζητάει ένα λεμόνι; Ποιο απ' όλα είναι το δικό μας σενάριο;

Δεν είμαι σίγουρος πως η πτώχευση είναι η καταστροφή της Ελλάδας. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που θα πτωχεύσει. Η Παιδεία των προσωπικών Πανεπιστημίων και της κομματικής συναλλαγής; Οι εφορίες της διαφθοράς; Τα νοσοκομεία με το φακελάκι; Μήπως θα συντριβεί το πολιτικό μας σύστημα, αυτή η μεγάλη αποθήκη με ψεύτες, φαφλατάδες και ανεπάγγελτους; Θ' αναγκαστεί ο Δημήτρης Ρέππας να γίνει οδοντογιατρός, ο Καραμανλής δικηγόρος και ο Βενιζέλος αδύνατος; Ποια, αλήθεια, είναι η μεγάλη καταστροφή που φοβόμαστε;

Υπάρχουν πολλά που θα χάσουμε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αυτά που δικαιούμαστε και πολύ περισσότερο αυτά που χρειαζόμαστε. Στη γειτονιά μου θα κλείσουν τα 7 καταστήματα μανικιούρ-πεντικιούρ και τα 6 κομμωτήρια και θα μείνει μόνο ο ένας φούρνος που θα πουλάει είδος ανάγκης: ψωμί. Οι κυρίες θα πάψουν να ισορροπούν επικίνδυνα πάνω σε αφόρετες γόβες και τεχνητές επιθυμίες. Οι τράπεζες δεν θα έχουν διακοποδάνεια. Ο Ρέμος δεν θα βρίσκει κανέναν να του ρίξει δυο γαρύφαλλα. Η Φιλιππινέζα δεν θ' αναθρέφει πια τα παιδιά. Οι σύγχρονες μανάδες ίσως δεν θ' αναφωνούν «δεν αντέχω», γιατί θ' ανακαλύψουν τη σημασία και της λέξης και της αντοχής. Τα παιδιά μας, όταν βγάζουν με 10 το λύκειο, θα πηγαίνουν σε κάποια τεχνική σχολή και όχι στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου που αναλαμβάνει να βαφτίσει τους κατιμάδες επιστήμονες με το αζημίωτο.

Ίσως χρησιμοποιούμε το κινητό τηλέφωνο όπως σε όλη την Ευρώπη, για να επικοινωνούμε και όχι για να εξευτελιζόμαστε. Το «ουάου» θα πάψει να είναι το υποκατάστατο του οργασμού στις κουβέντες που ψάχνουν την επιβεβαίωση της ανοησίας. Μπορεί να ψάξουμε περισσότερο τον πραγματικό οργασμό, μαζί με τους κανονικούς ανθρώπους που θα μας κάνουν να τους εκτιμάμε. Θ' αρχίσουμε να αξιολογούμε ποιος είναι ικανός και χρήσιμος και όχι αναγνωρίσιμος. Οι μανάδες δεν θα ζητάνε αυτόγραφο από την Τζούλια για τις κόρες τους.

Πιο πολύ, νομίζω, θα καταστρέψουμε με τα χέρια μας εκείνο το διεστραμμένο «εγώ» που επιμένει να μας αξιολογεί και να μας συγκρίνει με βάση τις πισίνες, τη μάρκα του αυτοκινήτου και τις κακόγουστες καρό ταπετσαρίες που φοράμε επειδή γράφουν Burberry. Μπορεί να μη θέλουμε πια να γίνουμε πλούσιοι, αλλά ουσιαστικοί. Μπορεί ίσως και ν' αγαπηθούμε περισσότερο, ανακαλύπτοντας τη συλλογικότητα και το ενδιαφέρον για μια ζωή που είναι κοινή.

Οι επιπόλαιοι θα ξαναγίνουν επιπόλαιοι και δεν θα είναι πια τρέντι. Οι αγρότες θα επιστρέψουν στα χωράφια. Και οι Ουκρανές, που έτρωγαν τις ψεύτικες επιδοτήσεις, στα σπίτια τους. Στα καφενεία των χωριών θα συζητάνε ξανά ποιο παιδί πρόκοψε και όχι ποιο πήγε σε ριάλιτι. Οι DJs, οι image makers, οι κουρείς σκύλων, ίσως χρειαστεί να βρουν μια άλλη δουλειά.

Το σύστημα της αξιολόγησής μας θ' αλλάξει και ίσως απαιτήσουμε πραγματικά να τιμωρηθούν αυτοί που τα έφαγαν. Παρουσία μας, πάντα. Ίσως δεν ξαναψηφίσουμε εκείνους που μας έφεραν σε αυτήν τη θέση. Και ίσως καταλάβουμε πως τα κοράκια του εξτρεμιστικού καπιταλισμού, που φαίνονταν καναρίνια μέσα από τα κουστούμια και τις τηλεοράσεις, ήταν αυτοί που μας εξαπάτησαν την ώρα που ζαλιζόμασταν με Johnnie Black. Ίσως ψάξουμε για μια πιο δίκαια ζωή, χωρίς να μετράμε την απόδοση δίκιου με τη σύγκριση τραπεζικών λογαριασμών.

Μπορεί ξαφνικά οι καλλιτέχνες ν' αρχίσουν να παράγουν κι αυτοί, πατώντας σε αυτό που είναι ζωή και όχι στις κρατικές επιδοτήσεις, σαν να πουλάνε βαμβάκι, και στις δημόσιες σχέσεις.

Δεν είμαι σίγουρος πως όλα αυτά είναι κακά. Ναι, θα υπάρξουν χιλιάδες άνεργοι. Θα χτυπηθεί το Δημόσιο. Αυτό που βρίζουμε όλοι πως είναι αντιπαραγωγικό, μας ταλαιπωρεί και δεν μας εξυπηρετεί. Θ' απολυθούν κάποιοι απ' αυτούς που μπήκαν με ρουσφέτι, γλείψιμο, αναξιοπρέπεια. Τα επαρχιακά μουσεία της χώρας δεν θα έχουν δέκα κηπουρούς, θα καταργηθούν οι «Οργανισμοί Αναξιοπαθούντων Κορασίδων» και οι «Πολιτιστικοί σύλλογοι για τη σουρεαλιστική προσέγγιση της ζωής του Λάμπρου Κατσώνη». Οι ανύπαντρες κόρες αξιωματικών δεν θα παίρνουν επίδομα. Και όσες απ' αυτές είναι επώνυμες δεν θα είναι «κατά του γάμου από άποψη», για να παίρνουν το επίδομα.

Φοβάμαι, όπως όλοι. Αλλά θέλω και να συντριβεί ένα σύστημα που αναπαράγει τη σαπίλα. Που βαφτίζει Δημοκρατία τον διεφθαρμένο του εαυτό, Δικαιοσύνη την ατιμωρησία του κι ευτυχία την κενότητα και τον ευδαιμονισμό. Φοβάμαι.

Γι' αυτό θέλω να τελειώνουμε.

Άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη