Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

ΕΛΛΗΝΟΦΡΕΝΕΙΑ...


Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ...


ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΟ...


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΑ...


ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ...


Συμπεράσματα


Η αντεργατική επίθεση μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να σώσει το καπιταλιστικό σύστημα από την κρίση, αφού αυτή οφείλεται στις ανεξάλειπτες εσωτερικές αντιφάσεις του. Αυτό που μπορεί να κάνει προσωρινά είναι η εξαφάνιση του μικρού κεφαλαίου (πτωχεύσεις μικρών επιχειρήσεων μέσα από την υποκατανάλωση και τον οξυμμένο ανταγωνισμό) και η περικοπή του εργατικού κόστους παραγωγής με διάφορα τεχνάσματα[12]∙ πράγματα που οδηγούν σε επιβίωση ή αύξηση των κερδών μεγάλων επιχειρήσεων και σε μονοπωλιακές καταστάσεις (βλέπε σχεδιαζόμενες συγχωνεύσεις σε γαλακτοβιομηχανίες, τράπεζες, Aegean-Ολυμπιακή κ.λπ.). Τελικά όμως αυτό που ιστορικά και θεωρητικά έχει φανεί ότι ακολουθεί, είναι η επίταση του ανταγωνισμού (βλέπε εσωτερικούς ανταγωνισμούς σε ευρωζώνη κι απειλές διάλυσής της), ο οικονομικός πόλεμος μεταξύ κρατών, οι στρατιωτικές επενδύσεις και ο… σώζων εαυτόν σωθήτο.


Για την εργατική τάξη ιδιαίτερα, κάθε υποχώρηση από κεκτημένα δικαιώματα σημαίνει μόνο χειρότερες μέρες –από την άποψη όχι μόνο της φτώχειας κι ανεργίας σήμερα, αλλά κυρίως της αποδοχής ενός δρόμου που οδηγεί στη γιγάντωση των προβλημάτων. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι τα χρηματοπιστωτικά γιατροσόφια τύπου χαμηλότοκων ευρωομολόγων κι «ευρωενισχύσεων» (δηλαδή να μας κλέβουν… φτηνότερα οι τραπεζίτες) ή λαϊκών ομολόγων που αναζητά μέρος της ρεφορμιστικής Αριστεράς –μέχρι και το ΠΑΣΟΚ. Αυτά δεν απαντούν στο κεντρικό ζήτημα: Για ποιον δουλεύει η οικονομία, για τα κέρδη ή τους ανθρώπους; Η δεύτερη επιλογή είναι αλληλένδετη με κάθε νικηφόρα αντεπίθεση από την Αριστερά και το εργατικό κίνημα, που θα φέρνει σε όλο και πιο δύσκολη θέση ένα αποσαθρωμένο και αυτοκαταστρεφόμενο σύστημα. Για να γίνεται εκτός από πιο αναγκαία και πιο πραγματοποιήσιμη η σοσιαλιστική διέξοδος από αυτό. Εναλλακτικά, η κρίση του συστήματος θα ξεπεραστεί προσωρινά για ένα –μικρό ή μεγαλύτερο– διάστημα, πατώντας πάλι πάνω σε πτώματα[12]. Το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης είναι λοιπόν κυρίως πολιτικό και όχι οικονομικό ή δημοσιονομικό πρόβλημα.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΖΩ...





Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ



Αυτό το βιβλίο μ’ ακολουθεί παντού. Λειτουργεί μάλλον υποσυνείδητα. Το χρονικό ενός εφήβου, ενός παιδιού που πήρε τη μεγάλη του απόφαση, διατάζοντας εαυτόν να τρέξει προς την ελευθερία. Ο ήρωας μιας χαμένης εφηβείας και μιας δρασκελιάς από τ’ αμερικανικά (εφηβικά) πρότυπα. Βιβλίο του μεταπολεμικού ρεαλισμού και πηγή του ύστερου ρεύματος που ονομάστηκε νεορεαλισμός ή βρόμικος/μινιμαλιστικός ρεαλισμός. Αλλά τι σημασία έχουν όλ’ αυτά όταν μιλάς για ένα τέτοιο βιβλίο;
Ο Χόλντεν Κόλφιντ, στο τέλος της εφηβείας του, λαμβάνει τον ρόλο του αντιήρωα, ενός γνήσιου παρία, με την έννοια της άγουρης ακόμα οντότητας που απορεί για όλα και αμφισβητεί τα πάντα και που θέτει ερωτήματα (αναπάντητα για πολλούς, ανύπαρκτα για άλλους). Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Χόλντεν περνά μέσα από μιαν απαράμιλλη αγνότητα, από μιαν επίδοση σε γλώσσα του δρόμου, από τον ίδιο τον δρόμο όμως (που σήμερα γίνεται καφετέρια, ίντερνετ, ευτυχώς φορές φορές και διαδήλωση), έτσι όπως μόνον ένας έφηβος (όχι κατ’ ανάγκην Αμερικανός) μπορεί ν’ αποδώσει, με όλες εκείνες τις επαναλήψεις (το «…και τα ρέστα» κυριαρχεί παντού)· ικανά όλ’ αυτά να σε οδηγήσουν σε μιαν απολαυστική εξατομίκευση και οικειοποίηση του κειμένου. Είναι ο αντιήρωας εκείνος που αποδρά από τον κόσμο, που ξέρει ότι σύντομα θα γίνει κομμάτι του. Κι ενώ ο Salinger, παρ’ όλα τα αυτονόητα –για τους «μεγάλους»– διάσπαρτα στο κείμενο, προσπαθεί να χτίσει τον Χόλντεν μέσα στο πλαίσιο μιας μυθιστορηματικής πλοκής που διαρκώς μένει ανολοκλήρωτη, εσύ, ο αναγνώστης, όποιας ηλικίας, επανέρχεσαι για να διασώσεις ένα κομμάτι της ζωής που ονειρεύτηκες ή της μνήμης που έχασες στην πορεία.
Ο δεσμός που δένει τον αναγνώστη με αυτό το βιβλίο είναι μια εσωτερική δικτατορία που σε στοιχειώνει, όχι, βεβαίως, γιατί υποκλίνεσαι στο μέγεθος του συγγραφέα του, αυτό είναι δεδομένο, αλλά πολύ απλά γιατί το κείμενο αυτό ποτέ δεν λέει την τελευταία του λέξη. Ο Φύλακας στη σίκαλη είναι εκείνο το αδηφάγο μυθιστόρημα που σε τραβά απ’ το μανίκι και σε ρωτά, παιδί κι αυτό, σε πόση ώρα φτάνουμε.
Πού όμως;
Το τέρμα που ο καθένας από εμάς είχε βάλει στόχο να φτάσει παραμένει ακατάληπτο – άγνωστο, θα μπορούσαμε να πούμε. Ο Χόλντεν και η Φοίβη, η αδελφή του, απαλλαγμένοι απ’ οποιαδήποτε έννοια και ιδέα που δεν πατά στο πραγματικό, γυμνοί και καθαροί πια από τα ρούχα κάποιας ενοχής, ταξιδεύουν μέσα στη συνείδηση των μεγάλων. Με λόγο απλό και μετρημένο: ο Φύλακας στη Σίκαλη είναι ο αέρας που πνέει και μας κάνει να ονειρευόμαστε σε μιαν –αθώα ή μη– εφηβεία, μας ζωντανεύει μνήμες αργότερα, αλλά και μας ωθεί –βεβιασμένα είναι η αλήθεια– σε μια χοάνη που κρύβει μέσα της όλους τους προορισμούς που πετύχαμε ή εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε, ως εφιαλτικά και συνάμα μαγευτικά απωθημένα.
Ο Salinger ήξερε ότι ο Χόλντεν δεν είναι ούτε το Κοριτσάκι με τα σπίρτα ούτε ο εν πολλοίς αδιάφορος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Είναι ακριβώς το αντίθετο: ένα ενηλικιωμένο παραμύθι χτισμένο με μιαν αλήθεια που ένας έφηβος αποζητά να δοκιμάσει, όχι για να δικαιολογήσει τη στάση του, αλλά για να νιώσει ακόμη μία φορά ότι ο κόσμος είναι η φθορά της εφηβείας. Ό,τι υπάρχει όπως το ξέρουμε σήμερα, στο κάθε σήμερα, είναι απόρροια μιας απώλειας: της εφηβείας, που δεν ασχολείται μόνο με τα σπυράκια και τις όψιμες εισαγωγές σε κάποιο πανεπιστήμιο (που είναι τόσο σημαντικά κι αυτά, τόσο ψυχοφθόρα και διαμορφωτικά), αλλά με τον φόβο (και τη σιγουριά) ότι θα γίνει μέλος της ζωής που αντιτάσσεται με νύχια και με δόντια.
Αυτά μπορεί να μοιάζουν σαν ένας πρωθύστερος συμβιβασμός. Ο Χόλντεν γνωρίζει τι τον περιμένει, ξέρει καλά πού θα χαθεί και πού θα τρέξει να κρυφτεί. Ωστόσο, αν δούμε λίγο πέρα απ’ όλ’ αυτά, η συνθηκολόγηση με την ιδέα του ερχόμενου δίνει τη σπιρουνιά που χρειαζόμαστε όλοι για ν’ αμυνθούμε αρχικά και να επιτεθούμε, με μιαν ακατάληπτη ηρεμία, αργότερα: «Γνώρισμα του ανώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να πεθάνει ευγενικά για μια υπόθεση. Γνώρισμα του ώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να ζήσει ταπεινά γι’ αυτήν» (σ. 226).
Τέλος, ο Salinger κατάφερε να συμβάλει καθοριστικά σ’ ένα ζήτημα που τίθεται συχνά. Είναι άραγε ανάγκη ένας έφηβος να διαβάζει τα γνωστά εφηβικά βιβλία ή μπορεί τελικά να βρει τον αναγνωστικό του δρόμο (και) αλλού; Η απάντηση δίνεται ολοκάθαρη μετά το πέρας της ανάγνωσης.
Και κάτι ακόμη: σήμερα, μπορούμε ακόμα να ξεκοκαλίζουμε το βιβλίο γιατί η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη μάς το χάρισε με όλη την αγάπη, τη γνώση και την ικανότητα που ένας μεταφραστής μπορεί να διαθέσει στη δουλειά του. Ήδη απ’ το 1978 που πρωτοεκδόθηκε.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ






ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΤΡΟΠΑΙΑ








ΧΙΟΝΙΑ - ΘΑΛΑΣΣΑ - ΧΙΟΝΙΑ






TO KATAΣΤΗΜΑ ΜΟΥ



ΓΙΩΤΑ ΝΕΓΚΑ






H OΜΑΔΑ ΜΟΥ